αναλάμπω — (Α ἀναλάμπω) εκπέμπω λάμψη ή φλόγα, ακτινοβολώ, λάμπω νεοελλ. ανακτώ την προηγούμενη αίγλη μου, ακμάζω εκ νέου αρχ. 1. αναφλέγομαι, παίρνω φωτιά, ανάβω 2. (για πόλεμο) ξεσπώ και πάλι 3. (για πρόσωπα) συνέρχομαι, αναζωογονούμαι 4. κάνω κάτι να… … Dictionary of Greek
αναφαίνομαι — (AM ἀναφαίνω, ομαι) προβάλλω, παρουσιάζομαι, έρχομαι στο φως αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι να δώσει φλόγα, να λάμψει 2. γεννώ, παράγω 3. φανερώνω, καθιστώ γνωστό 4. ανακηρύσσω, αναγορεύω 5. ορίζω, ιδρύω II. (μέσ., ομαι) 1. φαίνομαι πάλι 2.… … Dictionary of Greek
αντιφλέγω — ἀντιφλέγω (Α) κάνω κάτι να λάμψει πάλι, καταυγάζω … Dictionary of Greek
ελλάμπω — ἐλλάμπω (AM) φωτίζω, εμπνέω αρχ. 1. λάμπω ζωηρά 2. γίνομαι αιτία να λάμψει κάτι 3. μέσ. διακρίνομαι, δοξάζομαι … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
προλάμπω — Α 1. ακτινοβολώ, απαστράπτω 2. (μτβ.) κάνω κάτι να λάμψει, προκαλώ ακτινοβολία 3. ξεπερνώ κάποιον ή κάτι στη λαμπρότητα 4. μτφ. φωτίζω μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι («προλάμπειν τὰς προσόδους τῆς ἡμῶν ἐξουσίας», πάπ.) … Dictionary of Greek
Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της … Dictionary of Greek
Σίλερ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ φον- — (Schiller). Γερμανός ποιητής και δραματογράφος (Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη 1759 Βαϊμάρη 1805). Στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του από το 1766, ο νεαρός Σ. μεγάλωσε σε επαφή με τη μεγαλοπρεπή αυλική ζωή και είχε την ευκαιρία… … Dictionary of Greek